- ἀγλαόκαρπος
- ἀγλαόκαρποςbearing beautifulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγλαόκαρπος — ἀγλαόκαρπος, ον (Α) 1. (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς 2. (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών 3. ως επίθ. τής Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγλαός + καρπός] … Dictionary of Greek
ἀγλαόκαρπον — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem acc sg ἀγλαόκαρπος bearing beautiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαοκάρποις — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαοκάρπου — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαοκάρπους — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόκαρπα — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόκαρπε — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόκαρποι — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek